- θρέψιμο
- το, -ατος1. θρέψη.2. επούλωμα: Θρέψιμο της πληγής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
θρέψιμο — το [τρέφω] η θρέψη … Dictionary of Greek
διάθρεψη — η (AM διάθρεψις, εως) [διατρέφω] 1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο 2. το αποτέλεσμα τής θρέψης 3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή … Dictionary of Greek
θρέψη — Η εισαγωγή στους έμβιους οργανισμούς των απαραίτητων ουσιών για τη συντήρησή τους. (Βιολ.) Η θ. αποτελεί πρωταρχική ιδιότητα των ζωντανών οργανισμών. Η ζωντανή ύλη έχει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει και να αποικοδομεί τα ξένα μόρια και έτσι να… … Dictionary of Greek